συνήθης

συνήθης
σύνηθες, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνήθης, ξύνηθες, Α
(για πράγματα, γεγονότα ή καταστάσεις) αυτός που γίνεται κατά συνήθεια, συνηθισμένος
νεοελλ.
1. αυτός που συμβαίνει, που παρατηρείται κατά κανόνα («η συνήθης θερμοκρασία αυτής τής εποχής»)
2. φρ. α) «κατά το σύνηθες» — όπως συνήθως συμβαίνει
β) «τα συνήθεα συνήθη» — τα ίδια και τα ίδια, τα διαρκώς επαναλαμβανόμενα
αρχ.
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ζει ή συναναστρέφεται με κάποιον, ιδίως ο οικείος, ο φίλος («φίλοι καὶ συνήθεις», Φιλήμ.)
2. ο όμοιος ως προς τους τρόπους ή τα ήθη
3. εξοικειωμένος με κάτι («πρὶν ἱκανῶς συνήθης γενέσθαι τῷ παρόντι σκότῳ», Πλάτ.)
4. (για ζώα) εξημερωμένος
5. (για τόπο) αυτός στον οποίο συχνάζουν τα ζώα
6. (για λόγο) αυτός που χρησιμοποιείται από όλους ή από τους περισσότερους, ο κοινός
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνηθες
α) η συνήθεια
β) το έθιμο
γ) ο συνηθισμένος τρόπος ζωής
δ) η κοινή χρήση τής γλώσσας.
επίρρ...
συνήθως ΝΜΑ
με τρόπο που συνηθίζεται, κατά το σύνηθες
μσν.-αρχ.
κατά τη συνήθη χρήση
αρχ.
με οικειότητα, φιλικά («συνήθως ἔχων ἐμοὶ καὶ γνώριμος ὤν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -ηθης (< ἦθος), πρβλ. κακο-ήθης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνήθης — dwelling masc/fem acc pl (attic epic doric) συνήθης dwelling masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) συνήθης dwelling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνήθης, -ης, σύνηθες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, επίρρ. συνήθως συνηθισμένος, αυτός που γίνεται τις περισσότερες φορές: Μας χαιρέτησε με το συνήθη τρόπο. – Η θερμοκρασία βρίσκεται στα συνήθη επίπεδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνηθέστερον — συνήθης dwelling adverbial comp συνήθης dwelling masc acc comp sg συνήθης dwelling neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνήθει — συνήθης dwelling masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) συνήθης dwelling masc/fem/neut dat sg συνήθεϊ , συνήθης dwelling dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνήθη — συνήθης dwelling neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συνήθης dwelling masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συνήθης dwelling masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηθεστάτων — συνήθης dwelling fem gen superl pl συνήθης dwelling masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηθεστέραις — συνήθης dwelling fem dat comp pl συνηθεστέρᾱͅς , συνήθης dwelling fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηθεστέρων — συνήθης dwelling fem gen comp pl συνήθης dwelling masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηθέστατα — συνήθης dwelling adverbial superl συνήθης dwelling neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηθέστατον — συνήθης dwelling masc acc superl sg συνήθης dwelling neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”